παρά

παρά
παρά, παραί, πάρ: beside, by.—I. adv. (here belong all instances of the so - called ‘tmesis’), written πάρα (‘anastrophe’) when placed after the verb it modifies, or when the verb is not expressed; ἐτίθει πάρα πᾶσαν ἐδωδήν, placed food ‘beside’ (we should say ‘before’) him, Od. 5.196 ; πάρ ἄκυλον βάλεν, threw ‘down,’ we should say, Od. 10.242 ; παρά μ' ἤπαφε δαίμων, deceived and led me ‘astray’ (cf. our ‘beside oneself’), Od. 14.488. The relation of the adv. may be made more specific by the addition of an appropriate case of a subst. in the same sentence, thus showing the transition to the true prepositional usage, πὰρ δ' ἴσαν Ὠκεανοῦ ῥοάς (acc. of extent of space), Od. 24.11.—II. prep. (1) w. gen., from beside, from; φάσγανον παρὰ μηροῦ ἐρύσσασθαι, παρά τινος ἔρχεσθαι, often ‘from one's house,’ Il. 21.444; then to denote the giver, author, Od. 6.290, Il. 11.795.—(2) w. dat., of rest or position beside, but also where a certain amount of motion is meant, as with verbs of placing, sitting, falling, θεῖναι, πεσεῖν παρά τινι, Ν , Od. 15.285; then of possession, keeping, πὰρ κεινοῖσιν ἐμὸν γέρας, ‘in their hands,’ Od. 11.175.—(3) w. acc., to the side of, unto, along by, beyond, implying motion, though sometimes very faintly, Il. 1.463 ; τύψε κατὰ κληῖδα παρ' αὐχένα, motion implied in the mere act of striking, Il. 21.117 ; βῆναι παρὰ θῖνα, ‘along the shore’; στῆναι παρά τινα, ‘come and stand by one’; then the thought of over-passing, over-stepping, transgressing, πὰρ δύναμιν, παρὰ μοῖραν, ‘contrary to right,’ Od. 14.509.—As a prep. also πάρα is written with anastrophe when standing after its case, unless there is elision, Od. 18.315.—In composition παρά has the meanings above given, but that of winning over (persuading from one side to the other), leading ‘astray,’ ‘amiss’ (also in good sense) by words, etc., is particularly to be noted.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό …   Dictionary of Greek

  • Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”